κουβερνάντα

κουβερνάντα
η
βλ. γκουβερνάντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουβερνάντα — κουβερνάντα, η και γκουβερνάντα, η η νταντά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκουβερνάντα — και κουβερνάντα, η ιδιωτική παιδαγωγός που αναλαμβάνει την ανατροφή μικρών παιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gouvernante, θηλ. τού gouvernant < gouverner < λατ. guvernare «κυβερνώ, διοικώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”